- ὑπεργαμία
- ὑπεργαμίᾱ , ὑπεργαμίαa late marriagefem nom/voc/acc dualὑπεργαμίᾱ , ὑπεργαμίαa late marriagefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεργαμία — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ὀψιγαμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. ἐπι γαμία] … Dictionary of Greek